- -ίκι
- βλ. -λίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
καβαδίκιν — καβαδίκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. καβάδι* 2. η αμφίεση με καβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβάδι(ο)ν + κατάλ. ίκι (πρβλ. αρματολ ίκι, υπαλληλ ίκι)] … Dictionary of Greek
καβαλίκι — το επανωβελονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβαλώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. αρματολ ίκι, υπαλληλ ίκι)] … Dictionary of Greek
μαρτυρίκι — το μαρτυριάτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)] … Dictionary of Greek
ξυλίκι — το 1. κοινή ονομασία τού φυτού λύκιον 2. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με δύο ξύλα, το τσιλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + κατάλ. ίκι (πρβλ. υπαλληλ ίκι)] … Dictionary of Greek
πατίκι — (I) και πατήκι το η παντόφλα, το πασούμι, και γενικά το παπούτσι, το πατούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)]. (II) και μπατίκι, το η ετήσια καταβολή σε είδος από κάθε ενορίτη προς τον ιερέα, που ήταν συνήθως 1 κιλό σιτάρι.… … Dictionary of Greek
υπαλληλίκι — το, Ν η ιδιότητα, η θέση τού υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + κατάλ. ίκι (πρβλ. τεμπελ ίκι)] … Dictionary of Greek
φορτίκι — το, Ν γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + υποκορ. κατάλ. ίκι (πρβλ. συχαρ ίκι)] … Dictionary of Greek
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
αλκολίκι — το 1. ο αλκοολισμός, η κατάχρηση οινοπνεύματος 2. έντονη ροπή προς κάτι, έξη, πάθος, αδυναμία («έχει αλκολίκι με το ποδόσφαιρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλ + παραγ. κατάλ. ίκι] … Dictionary of Greek